Monday 18 April 2011

η πολη

Κανει κρυο και βρεχει. Η δεκαοχτουρα που η μαμα μου φωναζει Κοκο εχει καθισει στο τραπεζι του μπαλκονιου, κυτταζοντας μας σα σκυλακι που περιμενει να το ταισουν. Η μαμα μου βγαινει και της ριχνει τα ψιχουλα απο τον πατο της ψωμιερας. Η Κοκο δεν πεταει να φυγει, απλα πηγαινει λιγο πιο εκει και περιμενει ανενοχλητη. Οταν η μαμα μου μπαινει μεσα στην κουζινα, κατεβαινει ενα σμαρι απο περιστερια που πεφτουνε πανω στα ψιχουλα σα λιμασμενα. Η μαμα μου ξαναβγαινει κανοντας θορυβο για να τα διωξει. Τα πουλια πετανε μεχρι την ταρατσα απεναντι και γυριζουν παλι- εχουνε μαθει να αναγνωριζουν αυτους που αγαπανε τα ζωα. Ο μπαμπας μου, καθισμενος ραχατικα στο ντιβανι της κουζινας, αναστεναζει κυττωντας τη μαμα μου επιπληκτικα. Στην Κηφισια ειχαμε τις γατες σου, εδω τα πουλια, τελος παντων δεν μπορει κανεις να γλυτωσει απο τα ζωα μαζι σου, της λεει. Δεν το εννοει, αλλα του αρεσει να της κανει ζηλιες, οτι ταχα μου πρωτα ταιζει τα ζωα και μετα αυτον. Χαμογελαω, εχω παραστει απειρες φορες σε παρομοια σκηνη. Το σπιτι μυριζει φρεσκοψημενο ψωμι, που φτιαχνει ο μπαμπας μου καθε τρεις μερες, και σπανακοπιτα, που εφτιαξε η μαμα μου ειδικα για εμενα. Ειμαι με τις πυζαμες μου με τα κοραλια. Οι διακοπες εχουν αρχισει.
...................................
Βγαινω απο την εισοδο της πολυκατοικιας. Τρια αγορακια κανουνε συσκεψη μπροστα στα κουδουνια, να ανεβουνε να συνεχισουν το παιχνιδι επανω, η να το καθυστερησουνε λιγο ακομα. Που πατε, ποιον θελετε? τα ρωταω. Μου απαντανε με λεπτομερειες σε ολες μου τις ερωτησεις. βαζουνε τα χαλι αναμεσα στην εξωπορτα οταν βγαινω, συνεχιζουνε να συζητανε τι θα κανουν με ολη τη σοβαροτητα της ηλικιας τους. Ο δρομος μυριζει γλυκα απο τις ανθισμενες νερατζιες, πισω ο λοφος Φινοπουλου ειναι καταπρασινος, λιγο πιο πανω ο φουρνος πρεπει να ψηνει καιηκ - μου αγορασε η μαμα μου, ειναι σχεδον σαν αυτο που φτιαχνει εκεινη. κατεβαινω το δρομο που βγαζει στη Σονια, να περασω απεναντι την Αλεξανδρας. Η γειτονια αυτη της Αθηνας σα να μην εχει αλλαξει απ οτι την θυμαμαι απο τα παιδικα μου χρονια.
..............................
Περπατωντας στη Χαριλαου Τρικουπη, τα μαγαζακια ειναι λιγο πιο σκονισμενα και ανεπαισθητα πιο σκοτεινα απ'οτι θυμαμαι. Ενα σκυλακι που το βγαζουνε βολτα μου κανει χαρουλες, σκεφτομαι ισως ειναι το ιδιο που χαιδεψα περνωντας χθες εξω απο ενα μαγαζι . Ο δρομος αρχιζει να αποκτα λιγο πιο οικεια οψη. Εξω απο ενα αλλο μαγαζακι, μισοπαρατημενο μου φαινεται, κοντοστεκομαι, κανω λιγα βηματα, ξαναγυρνω. Εχει μια ολανθιστη γλαστρα βουκαμβιλια με ενα πολυ λεπτο ροδομαβι χρωμα. Την αγοραζω χωρις παζαρια και τη στελνω σπιτι - τοσο ευκολα πραγματοποιησιμα να ητανε ολα τα ονειρα μου! Συνεχιζω να περπαταω πιο ευδιαθετη. Μεχρι τη Σκουφα εχω δωσει ελεημοσυνη σε 3.
...........................
Στο Κολωνακι ο αερας ειναι διαφορετικος απο οτι θυμαμαι. Λιγο πιο αμηχανος, λιγο πιο σφιγμενος ο κοσμος. Αρκετοι καθονται στα τραπεξακια εξω με τη ματια προσηλωμενη στο δρομο, σαν σε κατασταση αναμονης. Σκεφτομαι πως δεν ειμαι μονο εγω που ερχομαι να γυρεψω μια δοση χαρας και ζωντανιας, που ομως σημερα εδω δεν βρισκω.
........................
Μπαινω στο Πολις, περιεργαζομαι τα βιβλια με καποια αγωνια. Αμα μπω σε καταστημα να παρω ρουχα η βιβλια και βγω με αδεια τα χερια, ανησυχω για την κατασταση μου. Αν δε βρω κατι που να θελω, σημαινει πως η που δεν μπορω να προσδιορισω ακριβως τη διαθεση μου, η που τιποτε δεν αρκει να ξεγελασει την αγωνια μεσα μου. Το βαρομετρο ειναι αλανθαστο. Σημερα βρισκω κατι που να θελω να διαβασω. Ψιθυροι στο Μπεγιογλου λεγεται, του David Boratav, μιλαει για εναν μεταναστη που γυρνα στην πολη των παιδικων του χρονων, την Πολη. Το βιβλιο το τελειωνω σε μια μερα, με το που το αγοραζω ξερω ηδη σε ποιον μετα θα το χαρισω.
.......................
Βραδυ, στο Joke. Ο ανδρας απεναντι μου ειναι ανετος, χαρουμενος που με βλεπει, χαλαρος μαζι μου. Εμενα παλι η διαθεση μου δεν ειναι αναλαφρη. Καποια στιγμη, αφου του εξηγησω κατι, με πιανει να δακρυζω. Θα μου πεις τισ κεφτηκες και δακρυσες? Οχι, ετσι? με ρωταει.οχι βεβαια, του απανταω. Ειμαι δυσκολος ανθρωπος σκεφτομαι, κι ειναι παντα δυσκολα τα πραγματα. Στο δρομο αμα βγουμε παει να με πιασει απο το χερι, εγω το βαζω πανω στο λουρι της τσαντας. Σκουντουφλαμε ο ενα επανω στον αλλο στη διαδρομη μεχρι το αυτοκινητο. Καποιες φορες ειναι δυσκολο να συχρονιζεις το βημα σου με καποιο αλλο αμα δεν κρατιεστε απο το χερι. Ο Λυκαβητος δεσποζει πισω μας φωτισμενος. φυσαει αερας, αλλα και εδω μοσχοβολανε ανθισμενες οι νερατζιες.
.......................
Κοιμαμαι μονη στο διπλο κρεβατι στο δωματιο με τις δυο μπαλκονοπορτες. Το πρωι, οταν καθομαι στο κρεβατι με τα στορια ανοιχτα, αισθανομαι εναν ομορφο ιλιγγο - σα να αιωρειται το κρεβατι, σα να προκειται να πεταξει πανω απο τα δρομακια και τα στενα της περιοχης, να περασει τη μεγαλη λεωφορο, να κατευθυνθει προς τον πρασινο Λυκαβητο που φαινεται απο το μπαλκονι, ισως ακομα πιο εκει, προς και επανω απο τη θαλασσα που τη μαντευω. Το κρεβατι μου γινεται σχεδια που επιπλεει πανω απο την πολη της φαντασιας μου.

8 comments:

  1. Είναι πανέμορφο να γυρνάς σπίτι...

    Το βιβλίο που διάλεξες είναι πραγματικά θαυμάσιο.

    Καλή Ανάσταση...και εύχομαι να καταφέρεις να το δώσεις το χέρι :)))

    ReplyDelete
  2. Τελικά πού θα περάσεις την Ανάσταση;

    Επίσης κάποιες φορές είναι δύσκολο να συντονίσεις το βήμα σου με κάποιον που του κρατάς το χέρι...

    ReplyDelete
  3. Dr Low - οσο για το χερι, it's complicated
    ... Καλη Ανασταση κ σε σενα!

    marco - Αθηνα θα ειμαι. Καλη Ανασταση, εσυ που?

    ReplyDelete
  4. Βόρεια προάστεια... Πίκρα ξέρω.
    complicated too, here also.

    ReplyDelete
  5. εχεις μια εξειδικευση στα complicated, ε? :-)

    ReplyDelete
  6. Πως με παρερυρες μαζι σου σ'αυτη τη βολτα. Ποσο ομορφα μεταφερεις τις σκεψεις σου. Σε φιλω και ευχομαι καλες διακοπες και καλο Πασχα.

    ReplyDelete
  7. einai polu wraio na se diavazw apo athina pros athina, ligo periergo alla polu wraio!!

    ReplyDelete