Αμηχανία, όπως όταν βλέπεις κάποιον σχεδόν φίλο μετά από καιρό, θυμάσαι ότι περνούσατε κάποτε μαζί καλά, υπάρχει η απογευση εκείνης της αίσθησης αλλά όχι ακριβώς, κ προσπαθείς να θυμηθείς, κ να ζυγισεις πόσο αλλάξετε. Μόνο π ο φίλος εν προκειμενω είσαι εσύ η ίδια, ενώπιος ενωπίω, κάπως έτσι.
Κ πόσο δηλαδή μπορείς να ισχυριστείς πως άλλαξες, όταν πάλι κανείς διαδρομές π εγραφες πριν δέκα χρόνια. Οι κύκλοι οι επαναλαμβανομενοι. Κ εξακολουθεις να περιμένεις πως κάποια στιγμή θα σπάσει ο άξονας περιστροφης και θα εκτοξευθεις στο άπειρο, σε άγνωστη κατεύθυνση. Το ελπίζεις, όσο κ το φοβάσαι, αλλά η εναλλακτική ειναι να συνεχίσεις σαν το χαμστερακι στον τροχό του, κι αυτό το φοβάσαι μάλλον περισσότερο.
Τι άλλο? να μη μιλήσω, ούτε για σώματα ιδρωμενα σε ένα ξαφνικά τροπικο ινδιάνικο καλοκαίρι, ούτε για το πυρωμενο αποκαλοκαιρο σε μια ξεπνοη πόλη π περίμενε να επιστρέψουν όσοι για λίγο απέδρασαν. Να μη μιλήσω για τις απανωτές στάλες ιδρώτα που ανακατευτηκαν μαζί πάνω σε βρεγμένα σεντόνια πίσω από τις κλειστές κουρτίνες. Μαζί με μια ρακη που εξατμίστηκε στη ζέστη μέσα από τους ανοιγμενους πόρους κ τις ακόμα πιο ανοικτές οπές, ξεφεύγοντας από τα απασχολημένα στόματα.
Αμηχανία, αλλά ούτε που σε (με) νοιάζει. Δράστης μαζί και θεατής. Κ περιμένεις με ανυπομονησία να ηχήσει το καμπανάκι της επόμενης πράξης.
Καληνύχτα.